- οψοποιός
- ὀψοποιός, ὁ (ΑΜ)άτομο που παρασκευάζει όψα, μάγειρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψοποιός — one who cooks food masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιοί — ὀψοποιός one who cooks food masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιούς — ὀψοποιός one who cooks food masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιῷ — ὀψοποιός one who cooks food masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοποιόν — ὀψοποιός one who cooks food masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψοποΐς — ὀψοποΐς, ίδος, ἡ (Α) [οψοποιός] θηλ. τού οψοποιός … Dictionary of Greek
Vincent Obsopoeus — (en latin Vincentius Obsopoeus ou Vincentius Opsopoeus[1]), de son nom d origine Vinzenz Heidecker (on rencontre aussi Heidnecker), né vers 1485 à Passau ou dans les environs, mort en 1539, était un humaniste allemand, philologue et propagateur… … Wikipédia en Français
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
οψοποιία — ὀψοποιία, ἡ (Α) [οψοποιός] 1. έντεχνη μαγειρική 2. βιβλίο σχετικά με την έντεχνη μαγειρική … Dictionary of Greek
οψοποιείον — ὀψοποιεῑον, τὸ (Α) [οψοποιός] φούρνος για το ψήσιμο όψων … Dictionary of Greek